- βελοστασία
- βελοστασία, η (Α)σειρά, συστοιχία πολεμικών μηχανών που εξακοντίζουν βέλη ή άλλα βλήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελοστασία — βελοστασίᾱ , βελοστασία range fem nom/voc/acc dual βελοστασίᾱ , βελοστασία range fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελοστασίαν — βελοστασίᾱν , βελοστασία range fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
βελόστασις — βελόστασις, η (Α) βελοστασία … Dictionary of Greek